παραθερμαίνω — παραθέρμανα, παραθερμάνθηκα, παραθερμασμένος 1. μτβ., ζεσταίνω κάτι υπερβολικά: Το παραθέρμανες το σίδερο και θα κάψεις τα ρούχα. 2. μέσ., παραθερμαίνομαι, ζεσταίνομαι υπερβολικά: Παραθερμαίνομαι με την ηλεκτρική κουβέρτα και ιδρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραθερμαίνοντα — παραθερμαίνω warm pres part act neut nom/voc/acc pl παραθερμαίνω warm pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατεθέρμανται — παραθερμαίνω warm perf ind mp 3rd pl (epic ionic) παραθερμαίνω warm perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθερμαινόμενα — παραθερμαίνω warm pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθερμαινόμενος — παραθερμαίνω warm pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθερμανθείς — παραθερμαίνω warm aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθερμαίνων — παραθερμαίνω warm pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεθερμαίνοντο — παραθερμαίνω warm imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek
ԱՅՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0098 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ն. Հրով կիզուլ՝ տոչորել եւ ծախել. էրել. ... որպէս καίω, ἑκκαίω, κατακαίω uro, exuro, comburo *Ոսկերս մարդկան այրեսցէ ʼի վերայ քո: Հուր բորբոքեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)